- κλισίας
- κλισίᾱς , κλισίαplace for lying downfem acc plκλισίᾱς , κλισίαplace for lying downfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλισιάς — κλισιάδες fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλισία — κλισία, ιων. τ. κλισίη, ἡ (Α) 1. μέρος στο οποίο κάποιος αναπαύεται 2. (ειδ.) πρόχειρη κατοικία, καλύβα (α. «σταθμούς τε κλισίας τε κατηρεφέας ἰδὲ σηκούς», Ομ. Ιλ. β. «κλισίην Πηληιάδεω ἀφίκοντο ὑψηλήν» Ομ. Ιλ. γ. «πῡρ ἐν κλισίῃσι βαλόντες») 3.… … Dictionary of Greek
καπνίζω — (AM καπνίζω) [καπνός] 1. εκθέτω κάποιον ή κάτι σε καπνό, υποβάλλω κάποιον ή κάτι στην επίδραση καπνού 2. μαυρίζω κάτι με καπνό νεοελλ. 1. εισπνέω τον καπνό ο οποίος παράγεται από αναμμένα φύλλα τού φυτού καπνός που βρίσκονται καταλλήλως… … Dictionary of Greek
κλεισιάδα — και κλισιάδα, η (AM κλεισιάς και κλισιάς, άδος) [κλεισία] νεοελλ. 1. το θυρόφυλλο ή το παραθυρόφυλλο 2. είδος φράγματος τών ιχθυοτροφείων 3. ναυτ. α) θυρόπλοιο* β) ορθογώνιο κάλυμμα από σανίδες που κλείνει τη θυρίδα πλοίου, το μονόφυλλο πορτέλο… … Dictionary of Greek
κλισιάδα — η (Α κλισιάς, άδος) βλ. κλεισιάδα … Dictionary of Greek